ματίζω

ματίζω
(Α ματίζω)
νεοελλ.
1. αυξάνω το μήκος κάποιου πράγματος με προσθήκη προέκτασης («ματίζω το ύφασμα για να φτάσει για το φόρεμα»)
2. ναυτ. συνάπτω, δένω, συνδέω τα άκρα δύο σχοινιών με ματισιά.
αρχ.
ματεύω*.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἁμματίζω*. Με την αρχ. σημασία της η λ. είναι μεταπλασμένος τ. τού ματεύω, κατά τα ρ. σε -ίζω].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • ματίζω — μάτισα, αυξάνω το μάκρος κάποιου πράγματος (σκοινιού, υφάσματος, δοκαριού κτλ.) προσθέτοντας κομμάτι από την ίδια ύλη: Μάτισαν τα δίχτυα πριν βγουν για ψάρεμα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • αμάτιστος — η, ο [ματίζω] 1. αυτός που δεν ματίστηκε, δεν αυξήθηκε με την προσθήκη νέου κομματιού 2. που δεν μπορεί να ματιστεί …   Dictionary of Greek

  • ενθεματίζω — (Α ἐνθεματίζω) ενοφθαλμίζω, εγκεντρίζω, μπολιάζω νεοελλ. συμπληρώνω ξύλο ή αντικαθιστώ φθαρμένο μέρος του με προσθήκη, ματίζω, τσοντάρω αρχ. βάζω κάτι μέσα ή πάνω σε κάτι άλλο, αποθέτω, εμβάλλω …   Dictionary of Greek

  • μάτισμα — το [ματίζω] το να μακραίνει κανείς ένα αντικείμενο, σχοινί ή ξύλο, με προσθήκη άλλου κομματιού από το ίδιο υλικό …   Dictionary of Greek

  • ματισιά — η το μάτισμα*. [ΕΤΥΜΟΛ. < ματίζω + κατάλ. ιά] …   Dictionary of Greek

  • αμματίζω — βλ. ματίζω …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”